- μουνυχίας
- μουνυχίᾱς , μουνυχίαinhabitant of the placefem acc plμουνυχίᾱς , μουνυχίαinhabitant of the placefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουνυχίας — Μουνυχίᾱς , Μουνυχία inhabitant of the place fem acc pl Μουνυχίᾱς , Μουνυχία inhabitant of the place fem gen sg (attic doric aeolic) Μουνυχίᾱς , Μουνυχίη fem acc pl Μουνυχίᾱς , Μουνυχίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NERESSUS — oppid. in Cea insula, cuius meminit Aeschines, ep. 1. ad Polyc. Ita veteres editiones; lege ad Philocratem. Locus sic se habet: Λύσαντες ἐκ Μουνυχίας ἑσπέρας λαμπρῷ σφόδρα Σκίρωνι περὶ μέσην ἡμέραν, κατήχςθημεν ἐις Νηρηςςὸν τὴν Κίων. Nic.… … Hofmann J. Lexicon universale
Μουνυχιών — Μουνυχιών, ῶνος, ὁ (Α) ο δέκατος αττικός μήνας, κατά τον οποίο τελούνταν εορτή προς τιμήν τής Μουνυχίας Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μουνυχία + κατάλ. ών (πρβλ. Δημητρι ών)] … Dictionary of Greek
μουνύχιος — μουνύχιος, ον (Α) [Μουνυχία] 1. αυτός που ανήκει στη Μουνυχία 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Μουνύχιος ο κάτοικος τής Μουνυχίας 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μουνύχιον η Μουνυχία … Dictionary of Greek
Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… … Dictionary of Greek